σειστής

σειστής

σειστής, , der Erderschütterer, Io. Lyd.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σείστης — ο, Ν βλ. σειστής …   Dictionary of Greek

  • σειστής — ο, ΝΑ, και σείστης Ν [σείω] αυτός που κουνιέται όταν περπατά («τού σειστή, τού λυγιστή μαι, τού ταβερνογυριστή μαι», δημ. τραγούδι) αρχ. αυτός που προκαλεί σεισμούς …   Dictionary of Greek

  • σεισταί — σειστής earth shaker masc nom/voc pl σειστός shaken fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειστά — σειστά̱ , σειστής earth shaker masc nom/voc/acc dual σειστής earth shaker masc voc sg σειστής earth shaker masc nom sg (epic) σειστός shaken neut nom/voc/acc pl σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc/acc dual σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • τειχοσείστης — ό, θηλ. τειχοσείστρια, Μ αυτός που σείει, που κλονίζει το τείχος («τούς τειχοσείστας λίθους», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σειστής (< σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”