σειράζω, = σειράω, nur compp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειράζω — Α βλ. σειριάζω … Dictionary of Greek
σειριάζω — και σειράζω Α [Σείριος] 1. σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ 2. (για κεραυνό) πλήττω, χτυπώ … Dictionary of Greek