- σειραίνω
σειραίνω, auch σειρέω (?), durch Hitze austrocknen, dörren, Sp.; σεσειρέναι Schol. Luc. V. H. 1, 16 ist f. l. für σεσηρέναι, s. Schol. Ap. Rh. 2, 517, wie E. M. 710, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειραίνω, auch σειρέω (?), durch Hitze austrocknen, dörren, Sp.; σεσειρέναι Schol. Luc. V. H. 1, 16 ist f. l. für σεσηρέναι, s. Schol. Ap. Rh. 2, 517, wie E. M. 710, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειραίνω — Α [Σείριος] ξηραίνω, στεγνώνω με θερμότητα … Dictionary of Greek