- σειριάω
σειριάω, 1) leuchten und brennen, von der Sonne, Arat. 332. – 2) an der σειρίασις leiden, wird auch falsch σιριάω geschrieben, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειριάω, 1) leuchten und brennen, von der Sonne, Arat. 332. – 2) an der σειρίασις leiden, wird auch falsch σιριάω geschrieben, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek