σειρός

σειρός

σειρός, , s. σιρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σειρός — ὁ, Α βλ. σιρός …   Dictionary of Greek

  • σείρ — σειρός, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἥλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τεχνικός τ. τού Σείριος, επινοημένος από τους γραμματικούς] …   Dictionary of Greek

  • SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • τετράσειρος — ον, ΜΑ ο ζεμένος με τέσσερεις σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σειρος (< σειρά), πρβλ. παρά σειρος] …   Dictionary of Greek

  • τρίσειρος — και τρίσυρος, ον, Μ αυτός που έχει τρεις σειρές («τρίσειρος ἅλυσις», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σειρος (< σειρά), πρβλ. δεξιό σειρος] …   Dictionary of Greek

  • Schar (1) — 1. Schar, ein uraltes Stammwort, welches unter den gewöhnlichen Veränderungen und mit den gewöhnlichen Endlauten scharb, scherb, schirm, schart, schurz u.s.f. im Deutschen und den verwandten Sprachen in tausend Füllen vorkommt, daher hier etwas… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • Schauer (2), der — 2. Der Schauer, des s, plur. ut nom. sing. welches vermittelst der Ableitungssylbe er von schauen abstammet, so fern es ehedem sich in die Tiefe oder in die Ründe bewegen bedeutete, und einen tiefen oder hohlen Raum, ein Behältniß, und figürlich… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • δεξιόσειρος — δεξιόσειρος, ο (Α) 1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά τού τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ αυτόν, σε σκοινί 2. ορμητικός, ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + σειρος < σειρά] …   Dictionary of Greek

  • σιρομάστης — και σειρομάοτης, ὁ, Α 1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι 2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω… …   Dictionary of Greek

  • σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”