σκιρτητικός

σκιρτητικός

σκιρτητικός, zum Springen, Hüpfen, Tanzen gehörig, geneigt; Luc. deor. conc. 4; Schol. Nic. Al. 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκιρτητικός — ή, όν, Α [σκιρτητής] ατίθασος, ανυπότακτος («ἀταμίευτον τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῡ δεόμενον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιρτητικά — σκιρτητικός skittish neut nom/voc/acc pl σκιρτητικά̱ , σκιρτητικός skittish fem nom/voc/acc dual σκιρτητικά̱ , σκιρτητικός skittish fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτητικόν — σκιρτητικός skittish masc acc sg σκιρτητικός skittish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτητικοί — σκιρτητικός skittish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτητικοῦ — σκιρτητικός skittish masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτητικούς — σκιρτητικός skittish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτητική — σκιρτητικός skittish fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρτητικῷ — σκιρτητικός skittish masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿԱՅՏՌԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1046 Chronological Sequence: 6c ա. σκιρτητικός, σκιρτητής . Ո lascive saliens. ր կայտռայ, խայտայ. կայթող. ոստոստօղ. ցաթկըտօղ. ... *Ախտ իբր ձի խրոխտ եւ յարձակող, եւ կայտառական՝ բնութեամբ: Մի՛ երբէք յարուցեալ կանգնեսցին ձիական եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”