- σκιρτο-πόδης
σκιρτο-πόδης, ὁ, springfüßig, Σάτυρος, Ep. ad. 413 (Plan. 15*).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρτο-πόδης, ὁ, springfüßig, Σάτυρος, Ep. ad. 413 (Plan. 15*).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαυκροπόδης — ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, ουν, Α 1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα κουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + πόδης / πους (πρβλ. σκιρτο πόδης)] … Dictionary of Greek