- σκεπαρνηδόν
σκεπαρνηδόν, adv., nach Art eines wundärztlichen Verbandes, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεπαρνηδόν, adv., nach Art eines wundärztlichen Verbandes, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεπαρνηδόν — like a indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαρνηδόν — Α επίρρ. κατά τον τρόπο τού επιδέσμου σκέπαρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek