- σκεπτοσύνη
σκεπτοσύνη, ἡ, poet. statt σκέψις, Tim. Phlias. 23 bei S. Emp. pyrrh. 1, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεπτοσύνη, ἡ, poet. statt σκέψις, Tim. Phlias. 23 bei S. Emp. pyrrh. 1, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκεπτοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)] … Dictionary of Greek
σκεπτοσύνης — σκεπτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτοσύνας — σκεπτοσύνᾱς , σκεπτοσύνη fem acc pl σκεπτοσύνᾱς , σκεπτοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)