σιβύνιον, τό, dim. von σιβύνη, Pol. 6, 23, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιβύνιον — τὸ, Α [σιβύνη] υποκορ. τού σιβύνη* … Dictionary of Greek
σιβυνίοις — σιβύνιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)