- σκαφίτης
σκαφίτης, ὁ, der den Nachen bewegt, lenkt, Ruderer, Steuermann; Demetr. Phaler. 97; Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαφίτης, ὁ, der den Nachen bewegt, lenkt, Ruderer, Steuermann; Demetr. Phaler. 97; Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαφίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναύτης που ασχολείται με τις μετακινήσεις τής σκάφης, τής μικρής βάρκας 2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, ζώων που σχετίζονται με το σύγχρονο χταπόδι, το καλαμάρι και τον… … Dictionary of Greek
σκαφίτην — σκαφίτης one who guides a skiff masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκαφίτης — ου, ὁ Α αυτός που ασχολείται με τα σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκαφίτης «κωπηλάτης, πηδαλιούχος» (< σκάφος)] … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek