σκαφητός

σκαφητός

σκαφητός, ὁ, = σκαφετός, σκάπετος, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκαφητός — hoeing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφητός — ὁ, ΜΑ σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο ητός, γεωργ ητός, τρυγ ητός] …   Dictionary of Greek

  • σκαφητόν — σκαφητός hoeing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφητρος — και σκαφητρός, ὁ, Α σκαφή, σκαφητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκαφητός*] …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • σκάλατος — Α (κατά τον Ησύχ.) το σκάψιμο, ο σκαφητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω + επίθημα α τος / ητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”