- σκατο-φάγος
σκατο-φάγος, Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκατο-φάγος, Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκατοφαγία — η, Ν ιατρ. το να τρώει κανείς περιττώματα, κοπροφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scatophagy (< σκατό + φαγία < φάγος)] … Dictionary of Greek