σκασμός

σκασμός

σκασμός, , das Hinken, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκασμός — (I) ο, Ν [σκά(ζ)ω] 1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα 2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή τής λειτουργίας τής αναπνοής 3. (ως επιφ.) «σκασμός!» σιωπή! 4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» σωπαίνω β) «τρώγω μέχρι σκασμού» τρώγω κατά κόρον.… …   Dictionary of Greek

  • σκασμός — ο 1. σκασίλα, μεγάλη δυσφορία. 2. μεγάλη ζέστη που προκαλεί δυσφορία: Εδώ μέσα είναι σκασμός, δεν αντέχω άλλο. 3. ασφυξία: Πήγε από σκασμό. 4. (επιφών.), πάψε. 5. φρ., «Βγάλε το σκασμό», μη μιλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκασμῷ — σκασμός limping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκασμόν — σκασμός limping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρναξη — η (σε κατάρα) σκασμός («κάρναξη να σέ πιάσει» ή απλώς «κάρναξη» σε άνθρωπο που φλυαρεί ή φωνασκεί, για να σωπάσει). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επιφών. karnaksi] …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • μιλιά — η 1. ομιλία 2. ο τόνος τής φωνής, η λαλιά, η προφορά («τόν κατάλαβα από τη μιλιά του») 3. (ως προσταγή) σιωπή, σκασμός 4. φρ. α) «δεν θέλω μιλιά» δεν δέχομαι αντίρρηση β) «γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει» λέγεται για τους υπερβολικά ολιγόλογους 5 …   Dictionary of Greek

  • μόκο — επιφών. σιωπή, σκασμός, τσιμουδιά («κάνε μόκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moka «φλυαρία» ή ιταλ. moccio «βουβός»] …   Dictionary of Greek

  • βούβα — η 1. η βουβαμάρα, η σιωπή. 2. ως επιφ., σιωπή! σκασμός!: Βούβα, να ακούσω τι λένε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόκο! — (λ. ιταλ.), σιωπή, ησυχία, σκασμός: Μόκο, θέλω να κοιμηθώ! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”