- σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυγμός, ὁ, das Blinzeln (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαρδαμυγμός, ὁ, das Blinzeln (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαρδαμυγμός — ο, ΝΑ [σκαρδαμύσσω] έντονο και συχνό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων λόγω ερεθισμού τού ματιού ή υπό μορφή τικ στα παιδιά … Dictionary of Greek
σκαρδαμυγμοί — σκαρδαμυγμός blinking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)