σκαπάνιον — (I) τὸ, Α βλ. σκηπάνι. (II) τὸ, Μ [σκαπάνη] (με υποκορ. σημ.) μικρή σκαπάνη … Dictionary of Greek
σκηπάνι — το / σκηπάνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. σκαπάνιον Α [σκηπάνη] νεοελλ. ξύλινο σφυρί που χρησιμοποιείται για την κατακύρωση σε δημοπρασίες αρχ. υποκορ. τού σκηπάνη … Dictionary of Greek