σκαπτήρ

σκαπτήρ

σκαπτήρ, ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκαπτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. θρεπ τήρ / θρέπ τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • σκαπτῆρα — σκαπτήρ digger masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαπτῆρας — σκαπτήρ digger masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρησκαπτήρ — ἀμαρησκαπτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που σκάβει την αμάρα για διεύρυνση ή καθαρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα + σκαπτήρ] …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • σκάπτειρα — ἡ, Α βλ. σκαπτήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”