σκύθος

σκύθος

σκύθος, , äol. = σκύφος, Ath. XI, 500 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκύθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύθος — ὁ, Α βλ. σκύφος …   Dictionary of Greek

  • σκύθοις — σκύθος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύθον — σκύθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύθου — σκύθος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύθους — σκύθος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Скифы — (Σκύθαι) собирательное имя многих народов, частью оставшихся в Азии (см. Скифия), частью переселившихся в Восточную Европу на земли, раньше занятые киммериянами, и дальше к В, до низовьев Дуная. Так назывались эти народы греками; сами себя они… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Schaff, das — Das Schaff, des es, plur. die e, und im Oberdeutschen auch Schäffer, ein altes, sehr weit ausgebreitetes, aber in dieser Gestalt nur noch im Oberdeutschen übliches Wort, welches ursprünglich einen jeden hohlen Raum, ein jedes Gefäß bedeutet, aber …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… …   Dictionary of Greek

  • Πάλακος — (2ος αι. π.Χ). Σκύθος βασιλιάς. Ήταν γιος του βασιλιά Σκύλουρου. Στη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Χερσονήσου, ήταν διοικητής των στρατευμάτων των Σκυθών. Στον πόλεμο εκείνο, αναμείχθηκε και ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Ευπάτορας ΣΤ», ο… …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՒԺ — (խուժի, խուժաց, կամ ից.) NBH 1 0983 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 13c ա.գ. ԽՈՒԺ որ եւ ԴՈՒԺ, ԽՈՒԺԴՈՒԺ, ԽՈՒԺԱԴՈՒԺ. βάρβαρος barbarus σκύθος scythus. Ազգ օտար, օտարալեզու, իբր անծանօթ, աննշան, վայրենի. այլազգի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”