- σκύπφος
σκύπφος, ὁ, = σκύφος, führt Ath. XI, 498 b aus Hesied. an, wie aus Anaximander, Anacr. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύπφος, ὁ, = σκύφος, führt Ath. XI, 498 b aus Hesied. an, wie aus Anaximander, Anacr. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύπφος — ὁ, Α βλ. σκύφος … Dictionary of Greek
σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… … Dictionary of Greek