- σκόρπειος
σκόρπειος, vom Skorpion, Orph. lith. 616.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκόρπειος, vom Skorpion, Orph. lith. 616.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκόρπειος — εία, ον, και ιων. τ. σκορπήϊος, ΐη, ον, Α [σκορπιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκορπιό … Dictionary of Greek
σκόρπειον — σκόρπειος of the scorpion masc acc sg σκόρπειος of the scorpion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπείην — σκόρπειος of the scorpion fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)