- σκόπευσις
σκόπευσις, ἡ, das Spähen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκόπευσις, ἡ, das Spähen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… … Dictionary of Greek