- σκωλύπτομαι
σκωλύπτομαι, krümmen, hin- u. herwinden, σκωλύπτεται οὐρὴν νεάτην, Nic. Th. 229, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωλύπτομαι, krümmen, hin- u. herwinden, σκωλύπτεται οὐρὴν νεάτην, Nic. Th. 229, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωλύπτομαι — Α κινῶ, σείω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκῶλος «κυρτότητα» (βλ. λ. σκώληκας), πιθ. αναλογικά προς το καλύπτω ή το σκολύπτω] … Dictionary of Greek
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek