σκωραμίς, ίδος, ἡ, Nachtstuhl, Ar. Eccl. 371, κωμῳδική.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωραμίς — night stool fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωραμίς — ίδος, ἡ, Α δοχείο για να αποπατεί κάποιος, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + ἀμίς «ουροδοχείο»] … Dictionary of Greek