σιωπή

σιωπή

σιωπή, , Schweigen, Stillschweigen; oft bei Hom., der aber allein den dat. σιωπῇ als adv. braucht, schweigend, bes. πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Il. 3, 95 u. oft; μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ, 6, 404; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα, Od. 13, 309; Pind. P. 4, 57; u. im plur., I. 3, 48; Soph. O. R. 1075 O. C. 1619; Eur. oft, z. B. ἔστη σιωπῇ Herc. F. 930; u. in Prosa: σιωπῇ πορεύεσϑαι, Xen. Cyr. 5, 3, 43; σιωπὲν ποιεῖν, Hell. 6, 3, 10; Folgde; σιωπ ῇ ἐκαϑήμην, Dem. 48, 31. – In der böotischen Inschrift bei Böckh Staatshh. II p. 399 steht καὶ πολέμῳ καὶ κατὰ σιωπάς neben einander, in Ruhe, in Frieden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιωπή — silence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… …   Dictionary of Greek

  • σιωπή — η 1. το να μη μιλάει κάποιος: Η σιωπή του κατηγορουμένου στο δικαστήριο ήταν ανεξήγητη. 2. ησυχία, σιγή: Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει (Σολωμός). 3. «σιωπή!» πρόσταγμα, μη μιλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπῇ — σιωπάω keep silence pres subj mp 2nd sg (doric) σιωπάω keep silence pres ind mp 2nd sg (doric) σιωπάω keep silence pres subj act 3rd sg (doric) σιωπάω keep silence pres ind act 3rd sg (doric) σιωπάω keep silence pres subj mp 2nd sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιώπη — σιωπάω keep silence pres imperat act 2nd sg (doric) σιωπάω keep silence pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σιωπάω keep silence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπῆι — σιωπῇ , σιωπάω keep silence pres subj mp 2nd sg (doric) σιωπῇ , σιωπάω keep silence pres ind mp 2nd sg (doric) σιωπῇ , σιωπάω keep silence pres subj act 3rd sg (doric) σιωπῇ , σιωπάω keep silence pres ind act 3rd sg (doric) σιωπῇ , σιωπάω keep… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπαῖς — σιωπή silence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπαί — σιωπή silence fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπήν — σιωπή silence fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”