- σκυλακία
σκυλακία, ἡ, = σκυλακεία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλακία, ἡ, = σκυλακεία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλάκια — σκυλάκιον young puppy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Белка и Стрелка. Звёздные собаки — Эта статья о мультфильме. О реально существовавших собаках космонавтах см. Белка и Стрелка. Белка и Стрелка. Звёздные собаки Жанр Исторический мультфильм … Википедия
MUSTELA — I. MUSTELA inter Numina Thebanorum, apud Clementem Alexandr. Protrept p. 19. Θηβαῖοι ῾τετιμήκασἰ τὰς γαλᾶς δὰ τὸν Ηῥακλέους γένεσιν. Galanthis enim Alcumenae parturienti astutiâ suâ opem tulerat, quapropter ab Herculis noverca Iunone in Mustelam… … Hofmann J. Lexicon universale
γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… … Dictionary of Greek
σκυλακεύω — Α [σκύλαξ, ακος] 1. εκτρέφω σκυλάκια 2. ανατρέφω μικρά παιδιά 3. ζευγαρώνω σκύλους για την αναπαραγωγή τού είδους 4. παθ. σκυλακεύομαι α) θηλάζομαι («τοὺς παῑδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.) β) γυμνάζομαι από μικρή ηλικία … Dictionary of Greek
σκυλακοκτόνος — ον, Α αυτός που σκοτώνει τα μικρά σκυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ταυρο κτόνος] … Dictionary of Greek
λιναρία ή λίνοψη — (Linaria). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριιδών, της υφομοταξίας των αστεριδών. Τα λ. μοιάζουν με τα αντίρρινα, γνωστά με την κοινή ονομασία σκυλάκια. Ευδοκιμούν εύκολα στους ακαλλιέργητους τόπους και φύονται στην Ευρώπη και στη … Dictionary of Greek