- σκυθρωπότης
σκυθρωπότης, ητος, ἡ, das Wesen des σκυϑρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυθρωπότης, ητος, ἡ, das Wesen des σκυϑρωπός, finsteres, mürrisches Wesen; Hippocr.; Luc. Icar. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυθρωπότης — sullenness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητα — σκυθρωπότης sullenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητι — σκυθρωπότης sullenness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητος — σκυθρωπότης sullenness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα … Dictionary of Greek