- σκυβαλικός
σκυβαλικός, verachtet, verächtlich, ἀργύρια Plut. Them. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυβαλικός, verachtet, verächtlich, ἀργύρια Plut. Them. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… … Dictionary of Greek