σκυδμαίνω

σκυδμαίνω

σκυδμαίνω, = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοισκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκυδμαίνω — σκύδμαινος masc/fem/neut nom/voc/acc dual σκύδμαινος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) σκυδμαίνω pres subj act 1st sg σκυδμαίνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυδμαίνω — Α οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκύζομαι* (< *σκυδ jομαι), κατ αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω* (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ ρος)] …   Dictionary of Greek

  • σκυδμαινέμεν — σκυδμαίνω pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυδμαίνειν — σκυδμαίνω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύδμαινε — σκύδμαινος masc/fem voc sg σκυδμαίνω pres imperat act 2nd sg σκυδμαίνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκυδμαίνω — ἀπό σκυδμαίνω pres subj act 1st sg ἀπό σκυδμαίνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκύδμαινε — ἀπό σκυδμαίνω pres imperat act 2nd sg ἀπό σκυδμαίνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αποσκυδμαίνω — (ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και σκύζω) [σκυδμαίνω] είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • σκυδρύ — Α οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. σκυδμαίνω «οργίζομαι» (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδρος)] …   Dictionary of Greek

  • σκύδμαινος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός» [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκυδμαίνω «οργίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”