σευτλίς, ίδος, ἡ, ein Küchengewächs, verschieden von τεῠτλον, nach Ath. IX, 371 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σευτλίς — ίδος, ἡ, Α (δ. προφ.) βλ. τευτλίς … Dictionary of Greek
τευτλίς — και σευτλίς, ίδος, ἡ, Α το τεύτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον / σεῦτλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκον ίς)] … Dictionary of Greek