σκυταλίς — stick fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίδα — σκυταλίς stick fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίδας — σκυταλίς stick fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίδες — σκυταλίς stick fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίδος — σκυταλίς stick fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίδων — σκυταλίς stick fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… … Dictionary of Greek
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
skēu-6(t-) — skēu 6(t ) English meaning: to cut, separate, scratch Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, kratzen, scharren, stochern, stöbern” Note: extension from sek “cut, clip” Material: O.Ind. sküu ti, skunüti, skunōti ‘stört,… … Proto-Indo-European etymological dictionary