σκυταλίς

σκυταλίς

σκυταλίς, ίδος, ἡ, wie σκυτάλη; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung καρίς, VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκυταλίς — stick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδα — σκυταλίς stick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδας — σκυταλίς stick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδες — σκυταλίς stick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδος — σκυταλίς stick fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδων — σκυταλίς stick fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… …   Dictionary of Greek

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • skēu-6(t-) —     skēu 6(t )     English meaning: to cut, separate, scratch     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, kratzen, scharren, stochern, stöbern”     Note: extension from sek “cut, clip”     Material: O.Ind. sküu ti, skunüti, skunōti ‘stört,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”