- σκυταλισμός
σκυταλισμός, ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυταλισμός, ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυταλισμός — reign of club law masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλισμός — ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) 1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.) 2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από… … Dictionary of Greek
σκυταλισμόν — σκυταλισμός reign of club law masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)