- σκυταλωτός
σκυταλωτός, stabartig gestreift, ῥαβδωτός, E. M. 720, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυταλωτός, stabartig gestreift, ῥαβδωτός, E. M. 720, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυταλωτός — ή, όν, Α οδοντωτός («σκυταλωτοὺς τροχούς», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σκυταλωτῶν — σκυταλωτός cogged fem gen pl σκυταλωτός cogged masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλωτόν — σκυταλωτός cogged masc acc sg σκυταλωτός cogged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλωτοῦ — σκυταλωτός cogged masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλωτούς — σκυταλωτός cogged masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλωτῷ — σκυταλωτός cogged masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)