- σιττύβη
σιττύβη, ἡ, ein ledernes Kleid, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιττύβη, ἡ, ein ledernes Kleid, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίττυβα — και σιττύβη, ἡ, Α 1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα» 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί τὰ μικρὰ ἱμαντάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… … Dictionary of Greek