- σισαμίς
σισαμίς, ἡ, statt σησαμίς, f. L. Batr. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισαμίς, ἡ, statt σησαμίς, f. L. Batr. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισαμίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ παρὰ τοῑς ἰατροῑς λεγόμενον σέσελι» … Dictionary of Greek