- σεσωφρονισμένως
σεσωφρονισμένως, adv. part. perf. pass. von σωφρονίζω, mäßig, bescheiden, καὶ ἡσύχως, Aesch. Suppl. 705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεσωφρονισμένως, adv. part. perf. pass. von σωφρονίζω, mäßig, bescheiden, καὶ ἡσύχως, Aesch. Suppl. 705.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεσωφρονισμένως — temperately indeclform (adverb) σωφρονίζω recall perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσωφρονισμένως — Α επίρρ. με σωφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσωφρονισμένος τού σωφρονίζω] … Dictionary of Greek