- σισυρίνιον
σισυρίνιον, τό, spätere Form statt σισύρα, Schol. Theocr. 5, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισυρίνιον, τό, spätere Form statt σισύρα, Schol. Theocr. 5, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισυρίνιον — τὸ, Α βλ. σισύρνιον … Dictionary of Greek
σισύρνιον — και σισυρίνιον, τὸ, Α [σίσυρνα] μικρή σίσυρνα*, μικρή κάπα ή μικρή γούνα … Dictionary of Greek