- σιπαλός
σιπαλός, verlängerte Form von σιφλός, neben ὀφϑαλμοῖσιν ἔφηλος, poet. bei E. M. 714, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιπαλός, verlängerte Form von σιφλός, neben ὀφϑαλμοῖσιν ἔφηλος, poet. bei E. M. 714, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιπαλός — purblind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] … Dictionary of Greek
σιπαλόν — σιπαλός purblind masc acc sg σιπαλός purblind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπαλή — σιπαλός purblind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)