- σμύραινα
σμύραινα, ἡ, poet. statt μύραινα, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύραινα, ἡ, poet. statt μύραινα, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύραινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμύραινα — η, ΝΑ βλ. μύραινα … Dictionary of Greek
σμυραίνας — σμυραίνᾱς , σμύραινα fem acc pl σμυραίνᾱς , σμύραινα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυραινῶν — σμύραινα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυραίνης — σμύραινα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυραίνῃ — σμύραινα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμύραιναι — σμύραινα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμύραιναν — σμύραινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… … Dictionary of Greek
σμυραινώδης — ῶδες, Α [σμύραινα] αυτός που μοιάζει με σμύραινα … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek