- σμύρις
σμύρις, ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. σμίρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύρις, ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. σμίρις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύρις — emery powder fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμύρις — ιδος, η, ΝΜΑ βλ. σμύριδα … Dictionary of Greek
σμύριδα — Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για… … Dictionary of Greek
σμυρίγλι — και σμιρίγλι, το, και σμιρίγλη, η, Ν η σμύριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. smeriglio < αμάρτυρο λατ. *smirilium < λατ. smyris < σμύρις. Ο τ. με ι αποτελεί απόδοση τού ιταλ. τ., ενώ η γραφή με υ κατ επίδραση του αρχ. σμύρις] … Dictionary of Greek
Schmergel (2), der — 2. Der Schmêrgel, des s, plur. doch nur von mehrern Arten, ut nom. sing. kein Edelstein, wie Frisch will, sondern ein strengflüssiges, armhaltiges Eisenerz, welches, wenn es durch Pochen und Schlämmen von den leichtesten Steinarten gereiniget… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος … Dictionary of Greek
σμίρις — ιδος, ἡ, Α βλ. σμύρις … Dictionary of Greek
σμιρίς — ίδος, γεν. και σμίρεως, ἡ, Α βλ. σμύρις … Dictionary of Greek
σμυρίτης — και σμιρίτης και, δ. γρφ., σμιριτός, ὁ, Α φρ. «σμυρίτης λίθος» η σμύριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρις / σμίρις + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] … Dictionary of Greek