- σαφ-ηγορίς
σαφ-ηγορίς, ίδος, ἡ (bes. poet. fem. zu σαφήγορος), deutlich, wahrhaft sprechend, von der Sibylle,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαφ-ηγορίς, ίδος, ἡ (bes. poet. fem. zu σαφήγορος), deutlich, wahrhaft sprechend, von der Sibylle,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταμαγορίς — και στημαγορίς, ίδος, ἡ, Α συστροφή, μπέρδεμα πολλών κλωστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμων, δωρ. τ. τού στήμων + αγορίς (< ηγορος < ἀγείρω), πρβλ. σαφ ηγορίς] … Dictionary of Greek