προς-δέησις

προς-δέησις

προς-δέησις, , Bedürfniß, Bedürftigkeit, Epicur. bei Diog. L. 10, 77.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • δεητήριον — δεητήριον, το (Μ) 1. αίτηση που απευθύνεται στον αυτοκράτορα 2. μικρό βιβλίο με δεήσεις, προσευχές 3. τόπος προσευχής 4. πληθ. τὰ δεητήρια δεήσεις προς τον Θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δεητήριος < δέησις + (επίθημα) τήριος*] …   Dictionary of Greek

  • εκτενής — ες (AM ἐκτενής, ές) αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένος («εκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση») αρχ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός 2. (για πρόσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”