σαυτῆς

σαυτῆς

σαυτῆς, s. σεαυτοῦ, σεαυτῆς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαυτῆς — σαυτοῦ fem gen sg (attic epic ionic) σαυτοῦ fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατονίναμαι — (Α) λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι , ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”