- σαυρίδιον
σαυρίδιον, τό, s. σαύρα 3,Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυρίδιον, τό, s. σαύρα 3,Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυρίδιον — lizard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυρίδιον — τὸ, Α [σαύρα] (υποκορ. τ. τού σαύρα) μικρή σαύρα … Dictionary of Greek
σαμιαμίθι — το / σαμαμίθιον, ΝΜ, και σαμαμίδι και σαμιαμίδι Ν κοινή ονομασία μικρής σαύρας τού γένους γκέκο, γνωστής και με την λόγια ονομασία σαύρα η τοιχοδρόμος, η οποία φωλιάζει συνήθως στις ρωγμές τών τοίχων και χάρη στην ειδική μορφολογία τών άκρων… … Dictionary of Greek