- σαρκ-ώδης
σαρκ-ώδης, ες, = σαρκοειδής; ϑεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεες, Her. 3, 29; Plat. Tim. 75 b u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκ-ώδης, ες, = σαρκοειδής; ϑεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεες, Her. 3, 29; Plat. Tim. 75 b u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταιγιδώδης — καταιγιδώδης, ες (AM) θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίς, ίδος + κατάλ. ώδης (πρβλ. θυμ ώδης σαρκ ώδης)] … Dictionary of Greek