- σαρκο-δακής
σαρκο-δακής, ές, Fleisch beißend, essend, Orph. bei S. Emp. adv. rhett. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκο-δακής, ές, Fleisch beißend, essend, Orph. bei S. Emp. adv. rhett. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek
σηψιδακής — ές, Α (για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek