σαρκο-φάγος

σαρκο-φάγος

σαρκο-φάγος, fleischfressend; von Thieren, Arist. H. A. 1, 1; von Raubvögeln, Plut. Cleom. 39 u. a. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 56. – Bes. λίϑος σαρκοφάγος, ein Kalkstein, der am besten bei Assos in Troas gebrochen ward und das Fleisch der hineingelegten Leichname schnell verzehrte, weshalb man gern Särge mit ihm auslegte oder aus ihm verfertigte; ein solcher Sarg hieß selbst σαρκοφάγος, ἡ, sc. σορός; dann brauchte man dieses Wort aber auch übh. für σορός, Sarg, Sarkophag.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυφαγώ — ἡδυφαγῶ, έω (Α) τρέφομαι με νόστιμα φαγητά, τρώω λιχουδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαγώ (< φάγος), πρβλ. ανθρωπο φάγος > ανθρωπο φαγώ, σαρκο φάγος > σαρκο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… …   Dictionary of Greek

  • θυμβροφάγος — θυμβροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θύμβρα*, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω),… …   Dictionary of Greek

  • ιξοφάγος — ἰξοφάγος, ον (Α) ιξοβόρος, αυτός που τρώει τον ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον που χρησιμεύει ως αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • ισχαδοφάγος — ἰσχαδοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + φάγος (< θ. φαγ τού ρ. ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκο φάγος φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυφάγος — ἰχθυφάγος, ον (Α) ιχθυοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • καπροφάγος — καπροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει κάπρους, αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κισσοφάγος — κισσοφάγος, αττ. τ. κιττοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιφάγος — κλεψιφάγος, ον (Μ) αυτός που τρώγει κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + φάγος < θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροφάγος — ο (ΑM κοπροφάγος, ον) 1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα 2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά νεοελλ. 1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία 2. φρ. «κοπροφάγα έντομα» ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”