- σαρκο-παγής
σαρκο-παγής, ές, von Fleisch zusammengefügt, fleischig, λίϑος, von der Niobe, Mel. 117 (Plan. 134).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκο-παγής, ές, von Fleisch zusammengefügt, fleischig, λίϑος, von der Niobe, Mel. 117 (Plan. 134).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek