σαρκαστικός

σαρκαστικός

σαρκαστικός, zum zornigen Hohnlachen gehörig, höhnend, bitter spottend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαρκαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαρκασμό ή στον σαρκαστή 2. αυτός που λέγεται ή γίνεται με σαρκασμό, ειρωνικός, χλευαστικός («σαρκαστικό γέλιο»). Επιρρ. σαρκαστικώς και σαρκαστικά Ν με σαρκασμό, με ειρωνεία, με σκωπτική διάθεση.… …   Dictionary of Greek

  • σαρκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με σαρκασμό: Σαρκαστικό γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …   Deutsch Wikipedia

  • саркастическая улыбка — едкая Саркастический смех. Сарказм. Ср. Знаешь, что такое саркастическая улыбка?.. это... насмешливая улыбка, понимаешь, насмешливая и презрительная. Достоевский. Дядюшкин сон. 10. Ср. Ваш сарказм и сестру родную не щадит. Маркевич. Бездна. 1, 1 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Саркастическая улыбка — (ѣдкая) саркастическій смѣхъ. Сарказмъ. Ср. Знаешь, что̀ такое саркастическая улыбка?... это... насмѣшливая улыбка, понимаешь, насмѣшливая и презрительная. Достоевскій. Дядюшкинъ сонъ. 10. Ср. Вашъ сарказмъ и сестру родную не щадитъ. Маркевичъ.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • sarcástico — ► adjetivo 1 Que implica sarcasmo: ■ palabras sarcásticas; risa sarcástica. ► adjetivo/ sustantivo 2 Que se expresa o tiende a expresarse con sarcasmos: ■ habla claro y no seas tan sarcástico. SINÓNIMO mordaz * * * sarcástico, a (del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • άνθινος — η, ο (Α ἄνθινος, η, ον και ἀνθινός, ή, όν) αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθη αρχ. 1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος 2. ανθηρός, δροσερός 3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος 4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αναγελαστής — ο (θηλ. άστρα) [αναγελώ] αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός 2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος «μια μοίρα αναγελάστρα» …   Dictionary of Greek

  • αρχιλόχειος — α, ο (Α ἀρχιλόχειος, α, ον) [Αρχίλοχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Αρχίλοχο (κυρίως στομέτρο των ποιημάτων του) νεοελλ. δηκτικός, σαρκαστικός …   Dictionary of Greek

  • δαγκανιάρης — α, ικο 1. αυτός που έχει τάσεις να δαγκώνει 2. ο σαρκαστικός, ο καυστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”