σαρκό-φυλλος

σαρκό-φυλλος

σαρκό-φυλλος, mit fleischigen Blättern, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριχόφυλλος — ον, Α 1. (για δένδρα που ανήκουν στα κωνοφόρα) αυτός που έχει φύλλα όμοια με τρίχες, που τα φύλλα του είναι τόσο λεπτά όσο οι τρίχες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχόφυλλον είδος θαλάσσιου φύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυλλος (< φύλλον), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”