- σαπφείρινος
σαπφείρινος, sapphiren, von Sapphir, Philostr. V. Apoll. 1, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπφείρινος, sapphiren, von Sapphir, Philostr. V. Apoll. 1, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπφείρινος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφείρινος — η, ο / σαπφείρινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, ίνη, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος νεοελλ. συνεκδ. αυτός που έχει χρώμα σαπφείρου, κυανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος +… … Dictionary of Greek
σαπφειρίνην — σαπφείρινος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφειρίνους — σαπφείρινος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπφειρίνῃ — σαπφείρινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek